πεζοπορώ

πεζοπορώ
(ε) αμετ. идти пешком

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πεζοπορώ" в других словарях:

  • πεζοπορώ — έω, ΝΜΑ [πεζοπόρος] 1. βαδίζω με τα πόδια, πεζοδρομώ 2. πορεύομαι στην ξηρά, κάνω χερσαίο ταξίδι, οδοιπορώ …   Dictionary of Greek

  • πεζοπορώ — πεζοπόρησα, πορεύομαι με τα πόδια, βαδίζω πεζός: Φτάσαμε στο χωριό πεζοπορώντας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρομοκοπώ — ( άω) πεζοπορώ, οδοιπορώ …   Dictionary of Greek

  • οδοιπορώ — (ΑΜ ὁδοιπορῶ, έω) [οδοιπόρος] 1. εκτελώ οδοιπορία, κάνω πορεία, πεζοπορώ, ιδίως βαδίζοντας σε δρόμο μακρύ («ἀποβᾱσαι ἀπὸ τῶν πλοίων αἱ Ἀμαζόνες ὡδοιπόρεον ἐς τὴν οἰκεομένην», Ηρόδ.) αρχ. 1. διασχίζω έναν τόπο («ὡδοιπόρεις δὲ πρὸς τὶ τούσδε τοὺς… …   Dictionary of Greek

  • πεζοδρομώ — έω, ΝΜ νεοελλ. 1. βαδίζω πεζή, πεζοπορώ 2. μετατρέπω δρόμο για την κυκλοφορία οχημάτων σε δρόμο αποκλειστικά για την κυκλοφορία πεζών μσν. διαγωνίζομαι σε αγώνα δρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. με τη σημ. «τρέχω σε αγώνα δρόμου» < πεζοδρόμος, ενώ με τη… …   Dictionary of Greek

  • περιπατώ — περιπατῶ, έω, ΝΜΑ, και περπατώ, άω, πορπατώ, προπατώ και προβατώ Ν 1. πηγαίνω πεζή, πεζοπορώ, βαδίζω (α. «περπατήσαμε δύο ώρες ώσπου να φθάσουμε» β. «σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις», Ερωτόκρ. γ. «περιπατούν οι λέοντες ζητούντες τα κοπάδια»,… …   Dictionary of Greek

  • οδοιπορώ — οδοιπόρησα, βαδίζω, κάνω ταξίδι πεζός, πεζοπορώ και γενικά ταξιδεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιπατώ — και περπατώ περ(ι)πάτησα 1. πηγαίνω με τα πόδια, πεζοπορώ, περιφέρομαι, βαδίζω: Περ(ι)πατήσαμε δύο ώρες, ώσπου να φτάσουμε στον προορισμό μας. 2. κάνω περίπατο: Περ(ι)πάτησα, να πάρω λίγο αέρα. 3. ως μτβ., συνοδεύω, κάνω παρέα, οδηγώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περπατώ — περπάτησα, περπατήθηκα, περπατημένος, βαδίζω, πεζοπορώ, κάνω περίπατο, βλ. λ. περιπατώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»